1 αχθος
(ὀλίγον Hom.; ὑπέρβιον Hes.; ἄ. φέρειν Her.)
(ἀρούρης Hom. и γῆς Plat.; λύπης Soph.; κακῶν Eur.)
Древнегреческо-русский словарь > αχθος
2 εμβριθως
(φέρειν ἄχθος τι Plat.)
Древнегреческо-русский словарь > εμβριθως